- εμφραγματικός
- -ή, -ό1. που χρησιμεύει ή συντελεί στην έμφραξη (βλ. λ.).2. ως ουσ., εμφραγματικός αυτός που πάσχει από έμφραγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμφραγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έμφραξη, που χρησιμεύει ή συντελεί στην έμφραξη 2. (πυροβ.) «εμφραγματικός δακτύλιος» μεταλλικός δακτύλιος που είναι τοποθετημένος μπροστά στη θαλάμη τού πυροβόλου για να καλύπτει την αρμογή που… … Dictionary of Greek